Μουσική Βραδιά ΠΣΑΣ
5 February 2014Tο νέο ετήσιο πρόγραμμα του ΕΙΑΣ
23 February 2014Σχετικά με τον κανόνα προείσπραξης των ασφαλισμένων
Στις 18/11/2013 επιστολή της ΕΑΔΕ προς την Ε.Α.Ε.Ε. και την ΤτΕ
Στις 8/1/2014 επιστολή της ΕΑΔΕ προς την Τράπεζα της Ελλάδος
Στις 27/1/2014 Εγκύκλιος της Ε.Α.Ε.Ε. στις Ασφαλιστικές Εταιρείες-μέλη της για τον κανόνα προείσπραξης των ασφαλισμένων.
Απαντήσεις σε Κοινές Ερωτήσεις, ΠΕΕ 30 & 31/30.9.2013
Απαντήσεις σε Κοινές Ερωτήσεις
α/α
Διάταξη
Ερώτηση
Απάντηση
1
ΠΕΕ 30 &31
Οι ΠΕΕ 30 & 31 θα εφαρμοστούν από 1.1.2014 ή υπάρχει ενδεχόμενο να γίνει αποδεκτό κάποιο μεταβατικό χρονικό διάστημα μέχρι να προσαρμοστούν τα συστήματα της εταιρείας;
Οι ΠΕΕ 30 & 31 θα εφαρμοστούν από 1.1.2014. Δεν προβλέπεται μεταβατικό χρονικό διάστημα, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις δύο πράξεις.
2
άρθρ. 9 ΠΕΕ30
Στο άρθρο 9 της ΠΕΕ 30 αναφέρεται ότι οι εταιρείες θα πρέπει να παρακολουθούν σε συνεχή βάση την παραγωγή και να ενημερώνουν σχετικά τους διαμεσολαβούντες. Στην περίπτωση που η εταιρεία μας έχει δρομολογήσει και αναπτύσσει τις κατάλληλες μηχανογραφικές εφαρμογές για την υποστήριξη της ανωτέρω παρακολούθησης και ενημέρωσης αλλά δεν θα έχει ολοκληρώσει αυτές έως την 1.1.2014 αλλά μετά από κάποιο διάστημα, αυτό θα ήταν αποδεκτό από την Εποπτική Αρχή;
Τονίζεται ότι και για την εν λόγω διάταξη ισχύει ο γενικός κανόνας έναρξης ισχύος την 1.1.2014, κάθε δε σχετική υπέρβαση του χρόνου αυτού κρίνεται κατά περίπτωση (ad hoc).
Επί της από 29-11-2013 επιστολής της ΕΑΕΕ
1
Σελ. 4 σημείο 3
Αν η ενσωμάτωση του Κανονισμού Πωλήσεων στη σύμβαση συνεργασίας με το δίκτυο πρόσκτησης εργασιών αποστερεί την ασφαλιστική επιχείρηση από την ευελιξία να τροποποιεί συχνά τον Κανονισμό.
Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να βρει πρόσφορους και μη γραφειοκρατικούς τρόπους, με τους οποίους θα διασφαλίσει ότι το δίκτυο ενημερώνεται πλήρως και λεπτομερώς και συναινεί τόσο με τον αρχικό Κανονισμό Πωλήσεων όσο και με κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή του.
Επί του συνημμένου στην ως άνω επιστολή ερωτηματολογίου για την Πράξη 30/2013
1
Άρθρο 3 – Ορισμοί
Α. Αν αποτελεί πρόθεση της ΤτΕ η εφαρμογή όλης της Πράξης και στο «έμμεσο» δίκτυο συνεργατών.
Β. Ποιοι θεωρούνται «υπάλληλοι»;
Γ. Τι θεωρείται υπερπρομήθεια;
Α. Υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία της ΠΕΕ 30/2013 που είναι δεκτικά εφαρμογής και επί των «έμμεσων» συνεργατών, όπως ενδεικτικά στο άρ. 8 παρ. 3 εδάφιο γ΄ (υπεξουσιοδότηση για είσπραξη ασφαλίστρου), στο άρ. 13 παρ. 3 (διανομή εντύπων στον πελάτη) και το άρ. 6 παρ. 1 α (τα κριτήρια καταλληλότητας του άμεσου συνεργάτη καταλαμβάνουν και τον τρόπο συνεργασίας του με το έμμεσο δίκτυο).
Β. Υπάλληλοι θεωρούνται όλοι οι εργαζόμενοι με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και ανεξαρτήτως του ύψους της «παραγωγής» τους
Γ. Ο ορισμός της υπερπρομήθειας δίδεται στο άρ. 3 παρ. 10 της ΠΕΕ 30/2013.
2
Άρθρο 5 – Εμπορική Πολιτική
Α. Ποιες οι συνέπειες σε περίπτωση που η εταιρεία διαφοροποιηθεί των στόχων της;
Β. Η διαδικασία «μετακίνησης» ενός συμβούλου καθίσταται πολύπλοκη και δυσλειτουργική.
Γ. Η Εμπορική Πολιτική να υποβάλλεται σε 10 εργάσιμες ημέρες.
Δ. Ζητείται η διαγραφή της ανάλυσης ανά προϊόν και κάλυψη.
Α. Η διαφοροποίηση των στόχων δεν θεμελιώνει από μόνη της την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Αντίθετα, οι αποκλίσεις είναι αναμενόμενες και θα αξιολογούνται σε συνδυασμό με τις ενέργειες της διοίκησης για την αντιμετώπισή τους ή τον επανακαθορισμό των στόχων (όπου είναι αναγκαίο). Τονίζεται η υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής στην περίπτωση τροποποίησης της Εμπορικής Πολιτικής κατά την παρ. 2 του άρ. 5 της ΠΕΕ 30/2014.
Β. Η διαδικασία δεν είναι πολύπλοκη. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να θέσει ειδικό ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη είναι αναγκαία για την προστασία των ασφαλισμένων και την εύρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς.
Γ. Εφόσον η διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση μεταβολής της πολιτικής και αναφέρει τη συνοπτική αποστολή των αλλαγών που αυτονόητα ήδη γνωρίζει η εταιρεία, δεν την επιφορτίζει ιδιαίτερα ώστε οι 10 ημέρες προθεσμίας να είναι εργάσιμες.
Δ. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στο να περιγράψει η εταιρεία το είδος των προϊόντων με τα οποία προτίθεται να δραστηριοποιείται και όχι να αναλύσει, και να κατονομάσει ξεχωριστά, κάθε προσφερόμενο ασφαλιστικό προϊόν. Δύναται να αναφέρεται απλώς η κατηγορία των προϊόντων (π.χ. προϊόντα unit linked χωρίς ή με χρηματοοικονομικές εγγυήσεις). Κατά τον τρόπο αυτόν είναι αναγκαία διάταξη.
3
Άρθρο 6 – Κανονισμός Πωλήσεων
Α. Επισημαίνεται η δυσκολία να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ατομικής σύμβασης κάθε διαμεσολαβητή.
Β. Μπορούν οι εταιρείες να καταρτίζουν ειδικές συμφωνίες με ορισμένους συνεργάτες π.χ. ως προς το ύψος της προμήθειας;
Α. Ο Κανονισμός Πωλήσεων περιέχει στοιχεία και όρους που αφορούν εξίσου όλο το δίκτυο. Είναι διατυπωμένος με απρόσωπο και γενικό τρόπο. Συνεπώς η σύνδεσή του με τα ατομικά στοιχεία κάθε διαμεσολαβητή ξεχωριστά δεν είναι βάσιμη.
Ο Κανονισμός Πωλήσεων, βάσει της παρ.3 του άρ. 6 της Πράξης, αποτελεί περιεχόμενο της σύμβασης και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Β. Οι εταιρείες θα πρέπει να προβλέπουν, με τρόπο γενικό και απρόσωπο, συγκεκριμένα κριτήρια–στόχους που, αν επιτευχθούν από οποιοδήποτε μέλος του δικτύου πρόσκτησης εργασιών, θα έχουν συγκεκριμένες παροχές/ διευκολύνσεις κλπ.
Διαφοροποίηση που δεν προκύπτει από συγκεκριμένα προδιατυπωμένα και αντικειμενικά κριτήρια καταρχήν δεν επιτρέπεται.
4
Άρθρο 7 – Ετήσιο Πρόγραμμα Παραγωγής Ασφαλίστρων
Α. Η διάταξη δεν είναι εφαρμόσιμη λόγω της υπερβολικής λεπτομέρειάς της.
Β. Να δοθεί παράταση για την πρώτη υποβολή (31-01-2014).
Α. Η διάταξη είναι εφαρμόσιμη και αποσκοπεί στη μέγιστη δυνατή ανάλυση της προβλεπόμενης παραγωγής, προκειμένου να μπορεί η εταιρεία να παρακολουθεί την εν γένει πορεία της και να εντοπίζει τις περιοχές που πρέπει να ενεργήσει για να θωρακίσει την ασφαλή και φερέγγυα επιχειρηματική της πορεία. Η διάταξη είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών. Για παράδειγμα, είναι συνήθης η πρακτική της ομαδοποίησης των ασφαλίσεων σε διοικητικούς κλάδους που δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκη με τους κλάδους του άρ. 13 ν.δ. 400/70. Στις περιπτώσεις αυτές, η εταιρεία, στο πλαίσιο του άρ. 7, μπορεί να αναγάγει τις προβλέψεις της στους κλάδους του άρ. 13 ν.δ. 400/70.
Β. Ισχύει ό,τι προβλέπεται στην Πράξη.
5
Άρθρο 8 – ΠΟΔΙΠΕΑ
Α. Το άρθρο αφορά σε σημαντικές εσωτερικές πληροφορίες που δεν θα έπρεπε να υποβάλλονται στην Εποπτική Αρχή.
Β. Αν η υπό ρύθμιση προείσπραξη αφορά και στις πρόσθετες πράξεις του κλάδου ζωής.
Γ. Σε ποια ημερομηνία θα εγγραφεί λογιστικά το ασφάλιστρο, όταν υπάρχει χρονική απόσταση από την καταβολή του πελάτη ως την πραγματική είσπραξη από την εταιρεία;
Δ. Το ίδιο ως άνω ερώτημα, όταν η πληρωμή γίνεται με πιστωτική κάρτα.
Ε. Αν στο εδάφιο 2 της παρ. 2 η κάθε εταιρεία μπορεί ελεύθερα να ορίζει τις εξαιρέσεις του κανόνα.
ΣΤ. Αν η αυτοτελής αξιολόγηση του έμμεσου συνεργάτη προϋποθέτει και συμβατική σχέση μαζί του.
Α. Η Εποπτική Αρχή έχει πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων και των πληροφοριών της εποπτευόμενης εταιρείας, σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (ν.δ. 400/1970). Διάφορο τυγχάνει το ζήτημα σύγχρονης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 115 του ν.δ. 400/1970.
Β. Ναι.
Γ. Με βάση τους λογιστικούς κανόνες και τις οικείες διατάξεις για τους λογαριασμούς. Τονίζεταιότιδεν θεωρείται είσπραξη ασφαλίστρου από την Εταιρεία η παραλαβή μεταχρονολογημένης επιταγής, εκδόσεως ή μεταβιβαζομένης δι’ οπισθογραφήσεως από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή.
Δ. Ως ανωτέρω. Επιπλέον, βάσει συμφωνίας μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και ασφαλιστικής εταιρείας.
Ε. Συνιστάται η αιτιολογημένη και εξαιρετικά περιορισμένη, ποσοτικά και ποιοτικά, εφαρμογή του 2ου εδαφίου, ως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της διατάξεως.
Στ. Όχι, δεν προϋποθέτει.
6
Άρθρο 9 – Οργάνωση διαχείρισης και παραγωγής ασφαλίστρου
Επισημαίνεται η αδυναμία των εταιρειών να ανταποκριθούν στην απαίτηση.
Οι εταιρείες οφείλουν να προβούν στις απαραίτητες διοικητικές, οργανωτικές και λοιπές ενέργειες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων. Οι προβλεπόμενες υποδομές και τρόποι οργάνωσης συμβάλλουν στον εξορθολογισμό της διαχείρισης της παραγωγής και στην καλύτερη πληροφόρηση τόσο της Διοίκησης, όσο και των συνεργατών–διαμεσολαβητών.
7
Άρθρο 10 – Λοιπά μέσα οργάνωσης
Α. Εάν είναι σύννομη η καταχώρηση πριν την έκδοση του συμβολαίου.
Β. Ερωτάται εάν όλες οι αιτήσεις που θα παραλαμβάνονται μαζικά εντάσσονται στην εξαίρεση.
Α. Είναι σύννομη η καταχώρηση αίτησης πριν την έναρξη της κάλυψης, τυπικά και ουσιαστικά, και ανεξάρτητα από το πότε εκδόθηκε (εκτυπώθηκε) το συμβόλαιο.
Β. Όχι, δεν εντάσσεται στην εξαίρεση η μαζική υποβολή των αιτήσεων.
Συνιστάται στις εταιρείες να επιδιώκουν την ελαχιστοποίηση του χρόνου μεταξύ της υπογραφής της αίτησης από τον πελάτη και της καταχώρησης αυτής από τις υπηρεσίες της ασφαλιστικής εταιρείας. Τούτο προκύπτει από την ίδια την διάταξη.
8
Άρθρο 11 – Αρχείο δικτύου πρόσκτησης
Α. Αν επιτρέπεται η τήρησή του μόνον σε ηλεκτρονική μορφή.
Β. Αν η υποχρέωση καταλαμβάνει παλαιές και νέες συμβάσεις.
Α. Η διάταξη προβλέπει την τήρηση αρχείου και σε έντυπη μορφή. Η τήρηση και σε έντυπη μορφή είναι αναγκαία καθ’ όσον εξυπηρετεί την αποδεικτική διαδικασία, ιδίως ενώπιον των Δικαστικών Αρχών, αλλά και την ταυτοποίηση των στοιχείων που έχουν καταχωρηθεί ηλεκτρονικά.
Β. Καταλαμβάνει και τις παλαιές για όσα δικαιολογητικά προσκομίζονται στις εταιρείες από την έναρξη ισχύος της Πράξης και μετά.
9
Άρθρο 13 – Κανόνες προσυμβατικής δεοντολογίας
Α. Ποιες διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας θα εφαρμοστούν και στο απευθείας δίκτυο πρόσκτησης;
Β. Αν στην παρ. 5 εμπίπτουν οι κάθε είδους αποδείξεις εξόφλησης ασφαλίστρου.
Γ. Δεν είναι κατανοητή η σκοπιμότητα να ελέγχει η εταιρεία την τήρηση των σχετικών υποχρεώσεων των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών.
Α. Όποιες προσήκουν στη διαδικασία της πώλησης.
Προφανώς η εφαρμογή (μέρους) του άρ. 11 π.δ. 190/06, που αφορά στην ενημέρωση για το επαγγελματικό επιμελητήριο που έχει την έδρα του ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης που διενεργεί απευθείας πωλήσεις.
Β. Ναι, εμπίπτουν.
Γ. Η σκοπιμότητα είναι η εξής: να αποφευχθεί ή περιοριστεί ο κίνδυνος να υποχρεωθεί η εταιρεία ενδεχομένως σε καταβολή αποζημίωσης για κακή πώληση, επειδή ο διαμεσολαβητής είναι προστηθείς της.
10
Άρθρο 14 – Λοιποί Κανόνες Δεοντολογίας
Για την παρ. 4, τι θα ισχύσει:
Α. Πώς η Εποπτική Αρχή απαγορεύει την παρέμβαση στη σχέση διαμεσολαβητή – πελάτη, όταν είναι υπεύθυνη για τις πράξεις/παραλείψεις των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών;
Β. Τι θα ισχύσει στις περιπτώσεις πελατών που στρέφονται εναντίον διαμεσολαβητών και ζητούν την αλλαγή τους;
Α. Η διάταξη σκοπό έχει την αντιμετώπιση ακραίων και καταχρηστικών πρακτικών. Για την περίπτωση ευθύνης της ίδιας της εταιρείας ισχύουν οι λοιπές διατάξεις της εν λόγω ΠΕΕ 30/2013, ενώ εφαρμόζεται και η διαδικασία της ΠΕΕ 3/2013.
Β. Θα πρέπει η αιτίαση να υποβληθεί στην εταιρεία και να αξιολογηθεί στο πλαίσιο της ΠΕΕ 3/2013. Εφόσον η εταιρεία τεκμηριωμένα μπορεί να υποστηρίξει την πλημμελή εξυπηρέτηση του πελάτη, τότε προφανώς το αίτημα του πελάτη υπερτερεί.
Επί του συνημμένου στην ως άνω επιστολή ερωτηματολογίου για την Πράξη 31/2013
1
Άρθρο 4
Ποια μέλη Δ.Σ. καταλαμβάνει η παρ. 3;
Εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις περί ευθύνης μελών Δ.Σ.
2
Άρθρο 5 παρ. 3, 4
Αν αφορούν στον λήπτη της ασφάλισης ή/και στον ασφαλισμένο.
Στον λήπτη της ασφάλισης.
3
Άρθρο 5 παρ. 4
Α. Αν επιβάλλεται το έντυπο αναγκών και στις ασφαλίσεις αυτοκινήτου.
Β. Να αποσαφηνιστεί αν θα πρέπει η εταιρεία να έχει λάβει επί αποδείξει και το έντυπο αναγκών πελάτη.
Α. Το έντυπο αναγκών αποτελεί κοινοτική επιταγή, έχει ενσωματωθεί με το άρθρο 11 π.δ. 190/06, και η κοινοτική ρύθμιση δεν διακρίνει σε κλάδους δραστηριότητας. Επισημαίνεται δε ότι οι ασφαλισμένοι για αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτου ζητούν και άλλες προαιρετικές καλύψεις.
Β. Δεν είναι απαραίτητο, καθώς η υποχρέωση αυτή βαρύνει κατ’ αρχάς τους διαμεσολαβητές (άρ. 11 π.δ. 190/06).
4
Άρθρο 5 παρ. 7
Αν τα σχετικά έντυπα ενημέρωσης είναι όσα ήδη προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία.
Ναι, όσα ήδη προβλέπονται.
5
Άρθρο 5 παρ. 8
περ. δ
Δεν πρόκειται για νέα έντυπα (όπ.π.).
Ναι, δεν πρόκειται για νέα έντυπα.
6
Άρθρο 5 παρ. 9
περ. στ
Τι σημαίνει «διακρίσεις μεταξύ ασφαλίστρων που έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις ασφάλισης»;
Εννοείται η διάκριση μεταξύ ασφαλισμένων για το ίδιο προϊόν και τιμολόγιο.
7
Άρθρο 6
Τα στοιχεία της παρ. 2 στοιχ. α, β και γ μπορούν να διαβιβάζονται στον διαμεσολαβητή ηλεκτρονικά;
Ναι, μπορούν. Πρέπει ωστόσο αυτό να ρυθμίζεται ειδικότερα με τη σύμβαση συνεργασίας (πχ ποιος φέρει το κόστος της εκτύπωσης ενημερωτικού υλικού).
8
Άρθρο 8
Α. Οι ήδη υπάρχουσες συμβάσεις πώς αντιμετωπίζονται;
Β. Είναι νομικά ισχυρή η κατάργηση του π.δ. 298/86;
Α. Απαιτούνται νέες συμβάσεις με όλο το δίκτυο.
Β. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 1569/95, από την έναρξη ισχύος της ΠΕΕ 31/2013 αυτοδικαίως καταργείται το εν λόγω π.δ., η διάταξη είναι διαπιστωτική.
9
Άρθρο 9
Αν η εφαρμογή του άρ. 33 παρ. 2 ν.δ. 400/70 καταλαμβάνει και τα ασφάλιστρα που οφείλονται ήδη κατά την έναρξη ισχύος της Πράξης;
Όχι, μόνο τις ανανεώσεις και νέες ασφαλίσεις που οι οφειλές τους εμπίπτουν από και μετά την 1.1.2014.
10
Πρόσθετες διευκρινίσεις για το άρθρο 9
1. Αν ένας πελάτης καταθέσει στον τραπεζικό λογαριασμό του διαμεσολαβητή, υποχρεούται ο διαμεσολαβητής να του στείλει απόδειξη;
2. Αν ένας πελάτης καταθέσει στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας ή στα ΕΛΤΑ, υποχρεούται ο διαμεσολαβητής να του στείλει απόδειξη; Αν ο διαμεσολαβητής στείλει με αντικαταβολή μέσω ΕΛΤΑ στον πελάτη του το ασφαλιστήριο, υποχρεούται να του στείλει μαζί και απόδειξη (της εταιρείας ή δική του);
3. Θα στέλνει ο διαμεσολαβητής την απόδειξη είσπραξης ασφαλίστρου μαζί με το προς είσπραξη ασφαλιστήριο ή μετά;
4.Αν ένας διαμεσολαβητής χρησιμοποιεί για την είσπραξη courier ή ΕΛΤΑ, πρέπει να το δηλώσει ως «Συνεργάτη του» στην εταιρεία στο πλαίσιο του άρ. 9 και να λάβει σχετική έγκριση;
5. Αν ένας διαμεσολαβητής χρησιμοποιεί (νόμιμα) για την είσπραξη courier ή ΕΛΤΑ, ποιος πρέπει να δίνει απόδειξη είσπραξης στον πελάτη και με ποια ημερομηνία;
6. Πολλές εταιρείες courier καταθέτουν αυθημερόν τις εισπράξεις τους σε τραπεζικό λογαριασμό του διαμεσολαβητή. Απαλλάσσει το σχετικό καταθετήριο τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή από την αποστολή απόδειξης;
7. Είναι διπλότυπες οι αποδείξεις που εκδίδει ο διαμεσολαβητής (ώστε το ένα απόκομμα να τηρείται στο Αρχείο του άρ. 6 παρ. 2δ);
8. Ποια ημερομηνία φέρουν οι αποδείξεις, εκείνη της αποστολής της απόδειξης στον πελάτη ή την πραγματικής είσπραξης του ασφαλίστρου;
9. Τι σημαίνει «ενυπόγραφη απόδειξη»;
1. Όχι, διότι το καταθετήριο αποτελεί απόδειξη σύμφωνα με το άρ. 9 παρ.1.
2.Όχι, για τον ίδιο με τον ανωτέρω λόγο.
3. Όχι, για τον ανωτέρω λόγο. Ωστόσο επισημαίνεται ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να τηρούν απαρέγκλιτα την αρχή της προκαταβολής του ασφαλίστρου και να ελαχιστοποιούν τη χρονική απόσταση μεταξύ καταβολής του ασφαλίστρου και παράδοσης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου (π.χ. παράδοση χέρι με χέρι). Πρακτικές ως οι ερωτώμενες δεν συνάδουν με την αρχή αυτή και πρέπει να αποφεύγονται. Τούτο προκύπτει από την ίδια τη διάταξη. Δεν επιτρέπεται να αποσταλεί απόδειξη, εάν δεν έχει πραγματικά εισπραχθεί το ασφάλιστρο (Βλ. και απάντηση υπ’ αριθμ. 3. ).
4. Ναι, πρέπει.
5. Σε κάθε περίπτωση, ο ταχυδρομικός φορέας (courier ή ΕΛΤΑ) δίνει απόδειξη με την πραγματική ημερομηνία είσπραξης από τον πελάτη. Τότε ξεκινά η προθεσμία του άρ. 33 ν.δ. 400/70, τόσο για τον courier ή τον ΕΛΤΑ ή διαμεσολαβητή άλλης κατηγορίας που εμπλέκεται στην είσπραξη όσο και για τον διαμεσολαβητή–άμεσο συνεργάτη της εταιρείας.
6. Βλ. απάντηση υπ’ αρ. 3.
7. Οπωσδήποτε.
8. Η ερώτηση παρέλκει. Βλ. απάντηση στην ερώτηση 3 και 6 ανωτέρω.
9.Φέρει τις υπογραφές και αυτού που πληρώνει και αυτού που εισπράττει.
«Απαγορεύεται η αντιγραφή ή αναδημοσίευση μέρος ή όλου κειμένου ή ομιλίας χωρίς την συναίνεση του ΠΣΑΣ»